- φαφλατάδικος
- farfaracı, atıp tutan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φαφλατάδικος — η, ο, Ν αυτός που ταιριάζει σε φαφλατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαφλαταδ τού πληθ. φαφλατάδες τού φαφλατάς + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
φαφλατάδικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε φαφλατά (βλ. λ.), φλύαρος: Φαφλατάδικα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)